- εὐκατασκεύαστος
- εὐκατα-σκεύαστος, ον,A easily constructed, Ph.Bel.60.51: [comp] Comp., ib.61.6.2 well-made, ἅρμα Sch.E.Hipp.1226.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκατασκεύαστος — εὐκατασκεύαστος, ον (Α) 1. αυτός που κατασκευάζεται εύκολα 2. ο κατασκευασμένος καλά, ο καλοφτιαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σκευαστός (< κατα σκευάζω)] … Dictionary of Greek
εὐκατασκευάστως — εὐκατασκεύαστος easily constructed adverbial εὐκατασκεύαστος easily constructed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατασκεύαστον — εὐκατασκεύαστος easily constructed masc/fem acc sg εὐκατασκεύαστος easily constructed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατασκευαστότερα — εὐκατασκεύαστος easily constructed neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατασκευάστοις — εὐκατασκεύαστος easily constructed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατασκευάστου — εὐκατασκεύαστος easily constructed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατασκευάστων — εὐκατασκεύαστος easily constructed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατασκεύαστα — εὐκατασκεύαστος easily constructed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατασκεύαστοι — εὐκατασκεύαστος easily constructed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)